- ὀβριμοεργός
- ὀβριμο-εργός (ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
οβριμοεργός — ὀβριμοεργός, όν (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα 2. (κατ επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» +… … Dictionary of Greek
ὀβριμοεργός — doing strong deeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβριμοεργόν — ὀβριμοεργός doing strong deeds masc/fem acc sg ὀβριμοεργός doing strong deeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβριμοεργῶν — ὀβριμοεργός doing strong deeds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek